Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Να σκέφτεσαι τους άλλους...


Καθώς ετοιμάζεις το πρωινό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς να ταΐζεις τα περιστέρια.
Όταν πολέμους ξεκινάς, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς όσους λαχταρούν την ειρήνη.
Όταν πληρώνεις το νερό, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Εκείνους που μόνο τα σύννεφα έχουν να τους θηλάσουν.
Όταν γυρνάς στο σπιτικό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς όσους ζουν σε αντίσκηνα.
Όταν τα αστέρια μετράς πριν κοιμηθείς , να σκέφτεσαι τους άλλους.
Εκείνους που δεν έχουνε πού να πλαγιάσουν.
Όταν ελεύθερα μιλάς, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Εκείνους που δεν τους αφήνουν να μιλήσουν.
Και καθώς σκέφτεσαι εκείνους τους άλλους,
στον εαυτό σου γύρισε και πες:
«Αχ και να ήμουν ένα κερί στο σκοτάδι».

- Mahmud Darwish, «Να σκέφτεσαι τους άλλους»

Ψηφιακή απεικόνιση: Alex Ruiz
Μετάφραση: Τζένη Καραβίτη (εκδόσεις Νήσος, 2009)

Τρίτη 18 Μαΐου 2021

Φύκια και μεταξωτές κορδέλες

 


Ήταν λοιπόν μια φορά ο χότζας της ιστορίας μας στο κτήμα του... ημέρα γεμάτης δουλειάς. Όργωσε, περιποιήθηκε τα ζώα του, τα τάισε, τα χάιδεψε, κουβάλησε τροφές και γεννήματα στην αποθήκη, έφτιαξε και έβαψε το σπίτι του σκύλου και το απόγεμα, όταν είχε πια τελειώσει, θυμήθηκε ότι ο Πασάς τον είχε καλεσμένο για δείπνο το ίδιο βράδυ!

Πήγε τρέχοντας σπίτι του. Δεν προλάβαινε να πλυθεί, να ντυθεί, να βάλει τα καλά του ρούχα και να φθάσει εγκαίρως στο σπίτι του Πασά, ούτε μπορούσε να τον προσβάλλει και να μην πάει. Έτσι, αποφάσισε να κάνει ένα γρήγορο μπάνιο και να πάει απλά ντυμένος.

Όταν έφτασε και ξεπέζεψε, ανέβηκε λαχανιασμένος τα σκαλιά ως την είσοδο. Εκεί δυο τεράστιοι αρματολοί του έκοψαν τον δρόμο.

-Ποιός νομίζεις ότι είσαι, πού πας να μπεις έτσι στο σαράι του Πασά?
-Μα ο χότζας είμαι και ο Πασάς με έχει καλεσμένο τους αποκρίνεται...
-Βρε, άντε χάσου από 'δώ, κουρελή που νόμιζες ότι θα μπεις στο παλάτι με τα κουρέλια σου...


Όσο και να φώναζε, όσο και να απειλούσε κανένας δεν τον γνώριζε (προφανώς, και δεν τον αναγνώριζε...). Κανένας δεν τον άφηνε να μπει. Έτσι αναγκάστηκε να επιστρέψει στο σπίτι του, να ντυθεί επίσημα με όλα του τα διάσημα και τα εμβλήματά του, για να επιστρέψει και να μπορέσει να συμμετάσχει στο δείπνο. Οι αρματολοί, μόλις τον είδαν, έπεσαν κάτω να τον προσκυνήσουν και του έδειξαν την είσοδο.

- Πολλά τα έτη του τιμημένου μας χότζα, λέγανε με δυνατή φωνή, φιλώντας με σεβασμό την άκρη της μεταξωτής ενδυμασίας του.
- Με συγχωρείς Πασά μου που άργησα αλλά η άμαξά μου έπεσε σε λασπωμένο δρόμο.
- Δεν πειράζει χότζα μου, είπε ο Πασάς. Έλα και κάτσε δίπλα μου και πρόσταξε να φέρουν οι δούλοι καινούρια φαγητά και γλυκά για τον χότζα.


Μόλις κάθισε ο χότζας, πήρε από τις πιατέλες που ήταν μπροστά του με εκλεκτά φαγητά και γλυκά κι άρχισε να τα πασαλείβει πάνω στα ρούχα του λέγοντας: “Φάτε ρούχα μου! Φάτε μανίκια μου... φάτε σαλβάρι και παπούτσια μου! Φάε κι εσύ φέσι μου και ζιπούνι μου μεταξωτό... και δώσ’ του πασάλειμμα πάνω στα ρούχα και τα διάσημά του...

Όλοι είχαν μείνει έκπληκτοι να τον κοιτούν. Σταμάτησαν να τρώνε και να πίνουν και τον κοιτούσαν με λύπη... “πάει ο χότζας... τρελάθηκε...” ψιθύριζαν ο ένας στον άλλο.

- Τί έπαθες, χότζα μου, τρελάθηκες; Εγώ σε φώναξα, να έρθεις να φας, να πιεις κι εσύ... ταΐζεις τα ρούχα σου; Του φώναξε με αγανάκτηση ο Πασάς.
- Όχι Πασά μου. Είπε ο χότζας. Δεν κάλεσες εμένα! Τα ρούχα μου, και τα διάσημά μου κάλεσες. Κι αυτά πρέπει να φάνε...